- Γιζέριχος
- Βλ. λ. Γεζέριχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γεζέριχος ή Γιζέριχος ή Γενσέριχος — (389 – 477 μ.Χ.). Βασιλιάς των Βανδάλων και των Αλανών (428 477). Ήταν νόθος γιος του βασιλιά Γοδιγισήλου, αδελφός και διάδοχος του Γονδερίχου, μετά τον θάνατο του οποίου ανέβηκε στον θρόνο της Ισπανίας. Ο Γ., ευφυής άνθρωπος, πανούργος πολιτικός … Dictionary of Greek
Μαϊοριανός — (Flavius Julius Valerius Majorianus, ; – 461 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους (457 461). Επιδόθηκε με ζήλο στην αναδιοργάνωση του κράτους και ένας από τους νόμους που θέσπισε όριζε ότι καμία γυναίκα ή άτεκνη χήρα δεν μπορούσε να… … Dictionary of Greek
Ολύβριος Ανίκιος — (5ος αι. μ.Χ). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Είχε παντρευτεί την Πλακιδία, κόρη της αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Το 465 διακήρυξε αυτός ότι ήταν υποψήφιος στην αυτοκρατορία της Δύσης, αλλά ο αυτοκράτορας της Ανατολής Λέων A’ όρισε τον Ανθέμιο (467). Αμέσως ο… … Dictionary of Greek
Ταίναρο — Ακρωτήριο του νομού Λακωνίας, στο νοτιότερο άκρο της χερσονήσου του Ταϋγέτου και της Πελοποννήσου. Στους χρόνους της Τουρκοκρατίας ονομαζόταν Ματαπάς, όνομα που διατηρεί έως σήμερα. Το T. είναι μια γλώσσα εδάφους μήκους 2½ μιλίων. Στο ανατολικό… … Dictionary of Greek
ВАНДАЛЫ — [лат. Vandili, Vandali; греч. Οὐανδῆλοι, Βανδίλοι], восточногерм. племенной союз, создавший в эпоху Великого переселения народов гос во в Сев. Африке. Приняли активное участие в процессе разрушения Зап. Римской империи, захватили и разграбили Рим … Православная энциклопедия